φωτοτυπία — η μέθοδος φωτοεκτύπωσης με την οποία παράγονται αντίγραφα μιας εικόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία («φωτοτυπικό μηχάνημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Σπ. Π. Λάμπρο] … Dictionary of Greek
χρωμοφωτοτυπία — η, Ν έγχρωμη φωτοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτοτυπία] … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοαντίγραφο — και φωταντίγραφο, το, Ν αντίγραφο κειμένου ή σχεδίου με τη μέθοδο τής φωτοτυπίας, φωτοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photocopy < photo (< φωτ[ο]*) + copy «αντίγραφο» (πρβλ. και φωτοαντιγραφή)] … Dictionary of Greek
φωτομηχανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία») 2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή» (τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
Άλμπερτ, Γιόζεφ — (Joseph Albert, 1825 – 1886). Γερμανός φωτογράφος και εφευρέτης. Εφηύρε τη φωτοτυπία, η οποία αρχικά ονομάστηκε και αλμπερτυπία προς τιμήν του. Τελειοποίησε επίσης τις γραφικές τέχνες. Ο γιος του Ευγένιος (1856 1929) συνέχισε τις εργασίες του… … Dictionary of Greek
φωτοτυπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία (βλ. λ.): Φωτοτυπικό μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωμοφωτοτυπία — η έγχρωμη φωτοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)