φωτοτυπία

φωτοτυπία
η, Ν
(γραφ. τεχν.) μέθοδος πολλαπλασιασμού αντιτύπων κατά την οποία το πρωτότυπο τού κειμένου φέρεται σε επαφή με φωτοευαίσθητο χαρτί και μαζί εκτίθενται σε κατάλληλη πηγή φωτεινής ακτινοβολίας και στη συνέχεια το φωτογραφημένο φύλλο τού αντιγράφου εμφανίζεται με ειδική χημική επεξεργασία είτε άμεσα σε θετικά αντίγραφα είτε έμμεσα σε αρνητικό, από το οποίο η εικόνα μεταφέρεται με επαφή στα θετικά αντίγραφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phototypie < φωτ(ο)-* + -τυπία (< -τυπος < τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στην εφημερίδα Νέα Ελλάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτοτυπία — η μέθοδος φωτοεκτύπωσης με την οποία παράγονται αντίγραφα μιας εικόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία («φωτοτυπικό μηχάνημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Σπ. Π. Λάμπρο] …   Dictionary of Greek

  • χρωμοφωτοτυπία — η, Ν έγχρωμη φωτοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτοτυπία] …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοαντίγραφο — και φωταντίγραφο, το, Ν αντίγραφο κειμένου ή σχεδίου με τη μέθοδο τής φωτοτυπίας, φωτοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photocopy < photo (< φωτ[ο]*) + copy «αντίγραφο» (πρβλ. και φωτοαντιγραφή)] …   Dictionary of Greek

  • φωτομηχανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία») 2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή» (τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • Άλμπερτ, Γιόζεφ — (Joseph Albert, 1825 – 1886). Γερμανός φωτογράφος και εφευρέτης. Εφηύρε τη φωτοτυπία, η οποία αρχικά ονομάστηκε και αλμπερτυπία προς τιμήν του. Τελειοποίησε επίσης τις γραφικές τέχνες. Ο γιος του Ευγένιος (1856 1929) συνέχισε τις εργασίες του… …   Dictionary of Greek

  • φωτοτυπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία (βλ. λ.): Φωτοτυπικό μηχάνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωμοφωτοτυπία — η έγχρωμη φωτοτυπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”